δυσωπητικός
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
ή, όν,
A importunate, Id.105.15 (Comp.), etc. Adv. -κῶς Sch.Ar.Pl.21 (v.l. -ωπικῶς).
German (Pape)
[Seite 692] ή, όν, beschämend; bittend; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
δυσωπητικός: -ή, -όν, ἐντροπιαστικός, παρακλητικός, Εὐστ. 105. 15, κτλ.- Ἐπίρρ.-κῶς Κλήμ. Ἀλ. 547.