ἔγκατα
From LSJ
English (LSJ)
τά,
A inwards, entrails, Hom., always in acc., as Od.9.293, exc. dat. ἔγκασι in Il.11.438; ἐν ἔγκασιν ᾅδου AP15.40.42 (Comet.): later, nom. sg. ἔγκατον LXX 3 Ki.17.22, Luc. Lex.3.
German (Pape)
[Seite 705] τά, (im Bauche) das Innere, die Eingeweide; Hom., der außer nom. u. acc. den dat. ἔγκασι hat, Il. 11, 438; vgl. ἐν ἔγκασι φιλεῖν Comet. (XV, 40. 42). Ein nom. sing. ἔγκατον steht Luc. Lexiph. 3 u. LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκᾰτα: τά, (ἐν) τὰ ἐσωτερικά, τὰ «σωτικά», τὰ ἐντόσθια, τὰ ἄλλως ἔντερα, Λατ. intestina, Ὅμ., ἀείποτε κατ’ αἰτ. πλὴν τῆς δοτ. ἔγκασι ἐν Ἰλ. Λ. 438· ― ἑν. ὀνομ. ἔγκατον ἐν Λουκ. Λεξιφ. 3.