ἐκμανής
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
ές,
A quite mad, πρὸς τὰ ἀφροδίσια Nicias ap.Ath.10.437e; λύτται Ph.1.408. Adv. -νῶς Ath.13.603a.
German (Pape)
[Seite 768] ές, sehr rasend, wüthend; Poll. 5, 74; πρὸς τὰ ἀφροδίσια, ganz rasend auf, Ath. X, 437 e. – Adv., ἐκμανῶς φιλόπαις ἦν Ath. XIII, 603 a; πίνειν X, 464 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμᾰνής: -ές, ἔκδοτος εἴς τι μέχρι μανίας, πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐκμανὴς Ἀθήν. 437Ε. - Ἐπίρρ. -νῶς, ὁ αὐτ. 603Α.