ἐκφαντορικός
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ή, όν,
A revealing, τῆς ἀληθείας Procl.Theol.Plat.6.12; τῆς οὐσίας Id.in Cra.p.16P., al., cf. Dam.Pr. 367.
German (Pape)
[Seite 784] ή, όν, offenbarend, erklärend, Dion. Areop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφαντορικός: -ή, -όν, = ἐξαγγελτικός, ἑρμηνευτικός, παρα-στατικός, Πρόκλ. Παρμεν. 530 (96), Διονύσ. Ἀρεοπ. 137Α, 186Α, κλ.: ‒ Ἐπίρρ. ἐκφαντορικῶς, Διονύσ. Ἀρεοπ. 205C Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 740, 18.