Ἑλληνίς
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
Dor. Ἑλλᾱνίς, ίδος, ἡ,= fem. of Ἑλλήνιος, Pi.P.11.50;
A ἀρεταὶ ἀέθλων Id.Pae.4.23, cf. Cratin.293, Lys.30.18, Th. 1.35, D.18.304, etc.; Ἑ. διάλεκτος, γλῶττα, Phld.D.3.14. II Ἑλληνίς (sc. γυνή), ἡ, Grecian woman, E.El.1076, Men.79. 2 pagan woman, Jul.Ep.112.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλληνίς: Δωρ. Ἑλλᾱνίς, ίδος, ἡ, ὡς θηλ. τοῦ Ἑλλήνιος, Πίνδ. Π. 11. 75, καὶ παρ’ Ἀττ. Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 4, κτλ. ΙΙ. Ἑλληνὶς (ἐξυπακουομ. γυνὴ) Εὐρ. Ἠλ. 1076.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
hellénique, grecque (terre, île, ville, etc.).
Étymologie: Ἕλλην.