ἐνισχυρίζομαι
From LSJ
English (LSJ)
A rely upon, τινί D.44.8.
German (Pape)
[Seite 846] med., seine Stärke, sein Vertrauen auf Etwas setzen, τῷ δικαίῳ, Dem. 44, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνισχῡρίζομαι: μέσ., ἐρείδομαι, ἐπερείδομαί τινι, τούτῳ ἐνισχυριζόμεθα Δημ. 1082. 26.