γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
adj.
P. and V. ὅλος, πᾶς, ἅπας, V. πρόπας.
subs.
P. and V. ὁ πᾶς ἄριθμος, πλῆθος τό (Dem. 815), τὸ σύμπαν, P. κεφάλαιον, τό.
total, totus (vgl. »ganz«). – totā re (in aller Beziehung, z.B. errare). – t. verschieden, totus alius.