πρόπας
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
πᾶσα, πᾰν, in Hom. and Hes. mostly π. ἦμαρ all day long, where πρό 'on and on' goes with the verb, Il.1.601, Od.9.161, al.; hence πρόπας becomes merely a strengthened form of πᾶς, once in Hom., νῆας προπάσας all the ships together, Il.2.493; freq. in Trag., πρόπασα χώρα, γαῖα, A.Pr.407 (lyr.), Pers.548 (lyr.); π. δόμος Id.Ag. 1011 (lyr.); πρόπαντος χρόνου Id.Eu.898; π. στόλος, πότμος, S.OT 169 (lyr.), Ant.859 (lyr.); πρόπαντα κακὰ κακῶν Id.OC1237 (lyr.); π. γέννα E.Or.972 (lyr.); π. ἑσμός Pae.Delph.14: neut. πρόπαν as adverb, utterly, E.Ph.1504 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
-πασα, -παν;
tout entier ; πρόπαντες, -πασαι, -παντα, tous sans exception.
Étymologie: πρό, πᾶς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόπᾱς -ᾱσα -ᾰν [πρό, πᾶς] geheel:; πρόπαν ἦμαρ de gehele dag Od. 9.161; plur. alle(n) tezamen; n. adv. πρόπαν geheel en al:. πρόπαν ὤλεσε zij verwoestte geheel en al Eur. Phoen. 1504 (lyr.).
German (Pape)
[ᾱ], πρόπᾱσα, πρόπαν, verstärktes πᾶς, ganz und gar; Hom. und Hes. πρόπαν ἦμαρ, den ganzen Tag lang; Il. 2.493 auch νῆας προπάσας, die Schiffe insgesamt; πρόπασα μὲν στένει γαῖ' Ἀσιάς, Aesch. Pers. 540; οὐκ ἔδυ πρόπας δόμος, Ag. 983; χρόνος, Eum. 858; στόλος, Soph. O.R. 169; πότμος, Ant. 583; ἐρρέτω πρόπας δόμος, Eur. Phoen. 627.
Russian (Dvoretsky)
πρόπᾱς: πᾶσα, πᾰν [intens. к πᾶς весь с начала до конца, решительно весь (π. ἦμαρ Hom.; πρόπασα γαῖα Aesch.): πρόπαντα κακὰ κακῶν Soph. всевозможнейшие несчастья.
Greek Monolingual
-πασα, -παν, Α
1. όλος, ολόκληρος (α. «πρόπαν ἦμαρ», Ομ. Ιλ.
β. «πρόπασα χώρα», Αισχύλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρόπαν
τελείως, ολοσχερώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πᾶς, πᾶσα, πᾶν].
Greek Monotonic
πρόπᾱς: -πᾶσα, -πᾰν, επιτετ. ποιητ. τύπος αντί πᾶς· πρόπαν ἦμαρ, κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας, σε Όμηρ.· νῆαςπροπάσας, όλα τα πλοία μαζί, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόπασα χώρα, γαῖα, σε Αισχύλ.· πρόπαντος χρόνου, στον ίδ.· πρόπας στόλος, σε Σοφ.· πρόπαντα κακὰ κακῶν, στον ίδ.· ουδ. πρόπαν, ως επίρρ., σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόπᾱς: -πᾶσα, -πᾰν, ἐπιτεταμένος ποιητικὸς τύπος ἀντὶ τοῦ πᾶς, παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἀείποτε πρόπαν ἦμαρ, ὅλην τὴν ἡμέραν, Ἰλ. Δ. 601, Ὀδ. Ι. 161, κτλ.· πλὴν ἐν Ἰλ. Β. 493, νῆας προπάσας, ἅπαντα τὰ πλοῖα ὁμοῦ· ― ὡσαύτως παρὰ τοῖς Τραγ., πρόπασα χώρα, γαῖα Αἰσχύλ. Πρ. 406, Πέρσ. 548· πρόπας δόμος ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1011· πρόπαντος χρόνου ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 898· πρ. στόλος, πότμος Σοφ. Ο. Τ. 169, Ἀντ. 859 πρόπαντα κακὰ κακῶν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1237· πρ. γέννα Εὐρ. Ὀρ. 972· ― οὐδ. πρόπαν ὡς ἐπίρρ., ὁλοσχερῶς, Εὐρ. Φοίν. 1505.
Middle Liddell
[strengthened poet. form for πᾶς]
πρόπαν ἦμαρ all day long, Hom.; νῆας προπάσας all the ships together, Il.; πρόπασα χώρα, γαῖα Aesch.; πρόπαντος χρόνου Aesch.; πρ. στόλος Soph.; πρόπαντα κακὰ κακῶν Soph.: neut. πρόπαν, as adv., Eur.