κυνοκεφάλιον
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A = ἀντίρρινον, Sch.Orib.2.744, Ps.-Dsc.4.130; = ψύλλιον, ib.69, cf. PMag.Lond.46.198:—also κῠνο-κεφᾰλίδιον, ib.121.602; but κῠνο-κεφάλαιον, = ἀνεμώνη, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοκεφάλιον: τό, βοτάνιον χορτῶδες, τὸ κυρίως καλούμενον ψύλλιον, Διοσκ. ἐν Νόθ. 4. 70· ― παρ’ Ἡσυχ. κυνοκεφάλαιον, = ἀνεμώνη.