παντοδυνάστης
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English (LSJ)
ου, ὁ, = foreg., Orph.H.12.4,45.2.
German (Pape)
[Seite 464] ὁ, = Vorigem, Orph. H. 11, 4.
Greek (Liddell-Scott)
παντοδῠνάστης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Ὀρφ. Ὕμν. 12. 4., 45. 2.