συνθάπτω

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθάπτω Medium diacritics: συνθάπτω Low diacritics: συνθάπτω Capitals: ΣΥΝΘΑΠΤΩ
Transliteration A: syntháptō Transliteration B: synthaptō Transliteration C: synthapto Beta Code: sunqa/ptw

English (LSJ)

   A bury together, join in burying, τινα A.Th.1032, S.Aj. 1378, E.Hel.1545, Pl.Lg.909c, etc.; τινά τινι one with another, E. Alc.149, Demad.13, IG14.943 (Ostia):—Pass., to be buried with, τῷ ἀνδρί Hdt.5.5, cf. Th.1.8; συνετάφη τοῖς σώμασιν ἡ ἐλευθερία Lycurg. 50; συνετάφημεν [τῷ Χριστῷ] διὰ τοῦ βαπτίσματος Ep.Rom.6.4.

Greek (Liddell-Scott)

συνθάπτω: θάπτω μετ’ ἄλλου, θάπτω ὁμοῦ, ἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 1027, Σοφ. Αἴ. 1378, Εὐριπ., Πλάτ., κλπ.· κόσμος γ’ ἕτοιμος ᾧ σφε συνθάψει πόσις Εὐρ. Ἄλκ. 149, κτλ. ― Παθ., θάπτομαι ὁμοῦ ἢ μετά τινος, τινι, Ἡρόδ. 5. 5, Θουκ. 1. 8, Πλάτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ensevelir avec : τινά τινι une personne avec une autre ; τινα ensevelir qqn avec (d’autres).
Étymologie: σύν, θάπτω.