ἀναγινώσκω
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
French (Bailly abrégé)
ion. p. ἀναγιγνώσκω.
English (Slater)
ἀναγῑνώσκω
a read out τὸν Ὀλυμπιονίκαν ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα, πόθι φρενὸς ἐμᾶς γέγραπται (O. 10.1)
b acknowledge (Νικόμαχος) ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον, σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι (Ahrens: ἀνέγνων codd.) (I. 2.23)