τίτλος
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
English (LSJ)
ὁ, Lat.
A titulus, title, inscription, Ev.Jo.19.20, IG22.1121.26,41 (iv A.D.), al., Lyd.Mag.1.19: also the stone bearing the inscription, IG12(7).259.10 (Amorgos, iii A.D.), Supp.Epigr.6.305, al. (Lycaonia), Hsch.: also fem., ἀνεστήσαμεν τὴν τ. ταύτην Supp.Epigr.6.370 (ibid., iv A.D.), cf. 284 (ibid.). 2 tattoo-mark, Sch.Hermog. in Rh.7(1).676 W. II title, section, Just.Nov.29.4.
Greek (Liddell-Scott)
τίτλος: ὁ, τὸ Λατ. titulus, ἐπιγραφή, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 20, Συλλ. Ἐπιγρ. 803. 24, 39, κ. ἀλλ.· «τίτλος· πτυχίον ἐπίγραμμα ἔχον» Ἡσύχ.· καὶ τίτλον, τό, Συλλ. Ἐπιγρ. 8621, 10., 8783· - ὅθεν τιτλόω, = στίζω, στιγματίζω, Ρήτορες (Walz) τ. 7, σ. 1, 676, Μαλαλ. 245.