ψέφος

Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

εος, τό,

   A darkness, cj. Lobeck in Alc.112 (ψόφου, σκότου codd.), cf. Gal.19.156; = καπνός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1396] τό, auch ψέφας, Dunkel, Finsterniß, Dunst, Rauch, VLL. Vgl. κνέφας, ζόφος.

Greek (Liddell-Scott)

ψέφος: -εος, τό, σκότος, Ἀλκαῖος 108· πρβλ. Λοβεκ. Τεχνολ. σ. 315· ψέφας μνημονεύεται παρ’ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
obscurité.
Étymologie: DELG rien de … clair.