ψέφος
English (LSJ)
εος, τό,
A darkness, cj. Lobeck in Alc.112 (ψόφου, σκότου codd.), cf. Gal.19.156; = καπνός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1396] τό, auch ψέφας, Dunkel, Finsterniß, Dunst, Rauch, VLL. Vgl. κνέφας, ζόφος.
Greek (Liddell-Scott)
ψέφος: -εος, τό, σκότος, Ἀλκαῖος 108· πρβλ. Λοβεκ. Τεχνολ. σ. 315· ψέφας μνημονεύεται παρ’ Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
obscurité.
Étymologie: DELG rien de … clair.