χρυσοκέφαλος
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ον,
A with golden head, epith. of a fish, Phryn.Com. 50.
German (Pape)
[Seite 1381] mit goldenem Kopfe, Phryn. com. bei Ath. VI, 287 b.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων χρυσῆν κεφαλήν, ἐπίθ. ἰσχύος τινός, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν Τραγῳδοῖς ἢ «Ἀπελευθέροις 2. ΙΙ. ὁ φορῶν χρυσοῦν στέμμα, Βυζ.