ἄκνηστις
English (LSJ)
ιος, ἡ,
A spine or backbone of animals, Od.10.161 (nisi leg. κατὰ κνῆστιν), A.R.4.1403; also τὸ μέσον τῆς ὀσφύος Poll.2.179. II stinging-nettle, = ἀκαλήφη, Nic.Th.52 (other expl. ap. Sch. ad loc.).
German (Pape)
[Seite 75] εως, ἡ (vgl. ἄκανος, ἄκανθα), 1) Rückgrat von Thieren, Hom. Od. 10, 161 κατ' ἄκνηστιν μέσα νῶτα (ἅπαξ εἰρημ.); Scholl. ὅτι αὐτὸς ἐπεξηγεῖται τί ἐστιν ἄκνηστις διὰ τοῦ εἰπεῖν μέσα νῶτα (aus Aristonic.); – Ap. Rh. 4, 1402. – 2) Pflanze, Nic. Th. 52.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκνηστις: -ιος, ἡ, (ἄκανος), ἡ σπονδυλικὴ στήλη τῶν ζῴων, Ὀδ. Κ. 161. ΙΙ. εἶδος φυτοῦ, Νικ. Θ. 52.
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
échine d’un animal.
Étymologie: DELG κνῆστις.
English (Autenrieth)
backbone, Od. 10.161†.
Spanish (DGE)
-ιος, ἡ
1 espinazo, Od.10.161, A.R.4.1403, Poll.2.179
•ijada ἡ δὲ ἰξὺς λέγεται καὶ ἄ. Sch.Arat.28 (cf. κνῆστις).
2 bot. ortiga mayor, Urtica dioica L., Nic.Th.52 (cf. ἀκνίδη, κνίδη).