αναγαλλιάζω

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source

Greek Monolingual

1. αισθάνομαι υπερβολική ευχαρίστηση, ευφραίνομαι, ευχαριστιέμαι
2. προξενώ σε κάποιον ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν (α)- + αναγαλλιάζω.
ΠΑΡ. αναγάλλιαση, αναγάλλιασμα, αναγαλλιασμός].