αναγαλλιάζω
From LSJ
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
Greek Monolingual
1. αισθάνομαι υπερβολική ευχαρίστηση, ευφραίνομαι, ευχαριστιέμαι
2. προξενώ σε κάποιον ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν (α)- + αναγαλλιάζω.
ΠΑΡ. αναγάλλιαση, αναγάλλιασμα, αναγαλλιασμός].