αναγαλλιάζω
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
Greek Monolingual
1. αισθάνομαι υπερβολική ευχαρίστηση, ευφραίνομαι, ευχαριστιέμαι
2. προξενώ σε κάποιον ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν (α)- + αναγαλλιάζω.
ΠΑΡ. αναγάλλιαση, αναγάλλιασμα, αναγαλλιασμός].