αλυσοδεμένος
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Greek Monolingual
-η, -ο
(μετοχή παθητικού παρακειμένου του αλυσοδένω)
και μτφ. ο δεμένος με αλυσίδες, δέσμιος, φυλακισμένος.