αντιβολή
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Greek Monolingual
η (AM αντιβολή) αντιβάλλω. αντιπαραβολή, αντιπαράθεση, σύγκριση.
αρχ.
συζήτηση.
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
η (AM αντιβολή) αντιβάλλω. αντιπαραβολή, αντιπαράθεση, σύγκριση.
αρχ.
συζήτηση.