αντιβάλλω

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

(AM ἀντιβάλλω)
1. βάλλω εναντίον αυτού που βάλλει εναντίον μου, ανταποδίδω τη βολή
2. αντιπαραβάλλω, συγκρίνω χειρόγραφα ή κείμενα
3. αναφέρω, μνημονεύω
νεοελλ.
τραβώ ένα πανί από τη σκότα προς την προσήνεμη πλευρά του πλοίου, τραβερσάρω
αρχ.-μσν.
συνομιλώ, επικοινωνώ με κάποιον
αρχ.
συγκρίνω κάποιον με κάποιον άλλο.