ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
ἀντεκκόπτω (Α)«ἀντεκκόπτω ὀφθαλμόν» — βγάζω για τιμωρία το μάτι κάποιου που έκανε το ίδιο σε κάποιον άλλο.