ανειλικρινής
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Greek Monolingual
-ές
μη ειλικρινής, ψεύτης, υποκριτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ειλικρινής. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στο Φυλλάδιον φοιτητών περί του Πανεπιστημίου].