ανειλικρινής

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

-ές
μη ειλικρινής, ψεύτης, υποκριτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ειλικρινής. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στο Φυλλάδιον φοιτητών περί του Πανεπιστημίου].