ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
(AM ἀποπερατῶ, -όω, Μ (κ. -περατίζω κ. -περαιώ, -όω)τελειώνω, αποτελειώνω κάτι που έχει αρχίσει.