ανακαταλαμβάνω
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
Greek Monolingual
καταλαμβάνω εκ νέου ό,τι είχα χάσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + καταλαμβάνω.
ΠΑΡ. ανακατάληψη].
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
καταλαμβάνω εκ νέου ό,τι είχα χάσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + καταλαμβάνω.
ΠΑΡ. ανακατάληψη].