ανακατάληψη

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79

Greek Monolingual

η
η εκ νέου κατάληψη, κυρίευση μιας θέσης που τήν κατείχα και προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαταλαμβάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα «Εφημερίς»].