ανακαταλαμβάνω

From LSJ

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source

Greek Monolingual

καταλαμβάνω εκ νέου ό,τι είχα χάσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + καταλαμβάνω.
ΠΑΡ. ανακατάληψη].