απρόσκλητος
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπρόσκλητος, -ον)
αυτός που δεν τον έχουν προσκαλέσει κάπου, ακάλεστος
αρχ.
ο χωρίς νόμιμη κλήση από τον δικαστή, ακλήτευτος.