απρόσκλητος

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπρόσκλητος, -ον)
αυτός που δεν τον έχουν προσκαλέσει κάπου, ακάλεστος
αρχ.
ο χωρίς νόμιμη κλήση από τον δικαστή, ακλήτευτος.