ἀπρόσκλητος

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσκλητος Medium diacritics: ἀπρόσκλητος Low diacritics: απρόσκλητος Capitals: ΑΠΡΟΣΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: aprósklētos Transliteration B: aprosklētos Transliteration C: aprosklitos Beta Code: a)pro/sklhtos

English (LSJ)

ἀπρόσκλητον, without summons to attend a trial, IG1.27a10, Hyp.Fr.2; ἀπρόσκλητος δίκη a prosecution in support of which no πρόσκλησις has been issued, D.53.15; ἐπιβολή ib.14; γνῶσις Id.21.92; without notice, ὑμέναιος Hld.6.8; unsummoned, Id.8.1.

Spanish (DGE)

-ον
1 jur. que no tiene comparendo o citación κατὰ ἀπροσκλέτο ... ἑνός IG 13.40.10 (V a.C.) cf. Hyp.Fr.2, ἀπρόσκλητος δίκη = juicio sin comparendo D.53.15, Poll.6.154, 8.62, Hsch., ἐπιβολή D.53.14, γνῶσις D.21.92.
2 no anunciado ὑμέναιος Hld.6.8.3, ὁ Ἀχαιμένης Hld.8.1.5.

German (Pape)

[Seite 339] nicht dazu gerufen, γνῶσις, eine Klage, zu deren Bestätigung kein Zeuge, κλητήρ, zugezogen ist, Dem. 21, 92; vgl. δίκη ἀπρ. 53, 14. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non précédé d'une assignation en justice.
Étymologie: , προσκαλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσκλητος: разбираемый или обсуждаемый без вызова на суд подсудимого или свидетелей (δίκη, γνῶσις Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσκλητος: -ον, ἀκλήτευτος, ἀπρόσκλητος δίκη, καταγγελία εἰς ὑποστήριξιν τῆς ὁποίας οὐδεμία πρόσκλησις ἐξεδόθη, Δημ. 1251. 12· οὕτως, ἀπρ. γνῶσις ὁ αὐτ. 544. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπρόσκλητος, -ον)
αυτός που δεν τον έχουν προσκαλέσει κάπου, ακάλεστος
αρχ.
ο χωρίς νόμιμη κλήση από τον δικαστή, ακλήτευτος.

Greek Monotonic

ἀπρόσκλητος: -ον (προσκαλέω), λέγεται για δίκη, καταγγελία για την υποστήριξη της οποίας δεν εκδόθηκε καμία κλήτευση μαρτύρων, σε Δημ.

Middle Liddell

προσκαλέω
of a trial in support of which no summons has been issued, Dem.