ακάλεστος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκάλεστος) καλῶ
1. εκείνος που δεν τον έχουν προσκαλέσει σε γάμο, γεύμα, γιορτή
«ακάλεστος στον γάμο»
2. όποιος πηγαίνει απρόσκλητος σε γάμο, γεύμα, γιορτή
«τον ακάλεστο στον γάμο κάτω κάτω τον καθίζουν».