αρχικός
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀρχικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται στην αρχή, ο πρώτος
αρχ.
1. ο ηγεμονικός, αυτός που ανήκει στον άρχοντα
2. ο κατάλληλος για να κυβερνά
3. ο φίλαρχος, ο αρχομανής
4. ο ανώτατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή ή < αρχός].