αρχός
From LSJ
Greek Monolingual
ο ο (Α ἀρχός)
το ορθό έντερον
αρχ.
ο αρχηγός, ο στρατηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Ο τ. απαντά στον Όμηρο και στον Πίνδαρο για να χαρακτηρίσει «τον αρχηγό», ενώ ο Ιπποκράτης και ο Αριστοτέλης τον χρησιμοποιούν για να δηλώσουν «τον πρωκτό, τον δακτύλιο» (πρβλ. όρρος], πιθ. κατ' ευφημισμό, υποδηλώνοντας την έννοια «της απαρχής, του θεμελίου»].