Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(-ούς), -ές
αυτός που επιθυμεί με μανία ή με υπερβολικό ζήλο να κατακτήσει την εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο- + -μανής < μαίνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Ν. Ι. Σαρίπολο].