Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
η (AM ἀσημότης) άσημοςη ιδιότητα του άσημου, του ασήμαντου, η ασημαντότητα ή μηδαμινότητα.