άσημος
From LSJ
ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄσημος, -ον) σήμα
1. ο ασήμαντος, ο άγνωστος
2. (για αιγοπρόβατα και βόδια) αυτός που δεν είναι σημαδεμένος, που δεν έχει σημαδευτεί με διακριτικό σημείο
αρχ.-μσν.
ως ουσ. τὸ ἄσημον
το ασήμι, ο άργυρος
αρχ.
1. ο άργυρος ή ο χρυσός που δεν έχει κοπεί σε νομίσματα
2. ο άμορφος, ο ασχημάτιστος
3. ο δυσδιάκριτος, αυτός που δεν αφήνει ίχνη
4. (για χρησμό ή θυσία) ο ακατάληπτος, ο ασαφής.