Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ασύδοτος

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοὶ μέγιστοι τοῖς φρονοῦσιν οἱ γονεῖς → Numen parentes maximum prudentibus → Die rößten Götter sind die Eltern dem, der klug

Menander, Monostichoi, 238

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αφορολόγητος
2. αυτός που λέει και κάνει ό,τι θέλει
3. απαλλαγμένος από κάθε υποχρέωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-σύν-δοτος «εκείνος που δεν εισφέρει»].