ασύδοτος
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αφορολόγητος
2. αυτός που λέει και κάνει ό,τι θέλει
3. απαλλαγμένος από κάθε υποχρέωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-σύν-δοτος «εκείνος που δεν εισφέρει»].