ασύδοτος

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αφορολόγητος
2. αυτός που λέει και κάνει ό,τι θέλει
3. απαλλαγμένος από κάθε υποχρέωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-σύν-δοτος «εκείνος που δεν εισφέρει»].