αρτυμένος

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source

Greek Monolingual

και -σμένος, -η, -ο αρτύω
1. αυτός που έφαγε ή απλώς δοκίμασε κάτι το οποίο δεν είναι νηστήσιμο
2. (για φαγητό) εκείνο που έχει γίνει νοστιμότερο με την προσθήκη λαδιού, αλατιού, μυρωδικών κ.λπ.
3. το φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο.