αταλάντευτος

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀταλάντευτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν ταλαντεύεται, ο σταθερός
2. όποιος δεν αμφιταλαντεύεται, δεν αλλάζει τις αποφάσεις του ή τις αρχές του
μσν.
αυτός που δεν επιδέχεται ζύγισμα, ο υπερβολικός.