αποσφράγιση
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
η
1. το να ανοίξει κανείς σφραγισμένο αντικείμενο αφαιρώντας τη σφραγίδα
2. άνοιγμα κλειστού εγγράφου, επιστολής κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποσφραγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].