ανάζωστρο
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Greek Monolingual
το αναζώνω
περίδεσμος για τη συγκράτηση ενός μέλους του σώματος ή περισκελίδας.
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
το αναζώνω
περίδεσμος για τη συγκράτηση ενός μέλους του σώματος ή περισκελίδας.