στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
-η, -ο (μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. βάφω)1. αυτός που βάφτηκε, χρωματισμένος2. φανατικός3. εκδικητικός.