φανατικός
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Greek Monolingual
-ή και -ιά, -ό, Ν
1. αυτός που διακατέχεται από φανατισμό
2. (κατ' επέκτ.) τυφλά, αλόγιστα εμπαθής, αδιάλλακτος («είναι πολύ φανατικός σε ό,τι υποστηρίζει»).
επίρρ...
φανατικώς και φανατικά Ν
με φανατικό τρόπο, με φανατισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη το επίθ. προέρχεται από το λατ. fanaticus «αυτός που συχνάζει στον ναό, θεόληπτος» (< fanum «ναός»), ενώ κατ' άλλους η λ. πέρασε στην ελλ. μέσω του γαλλ. fanatique (< λατ. fanaticus). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].