άλατα
From LSJ
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
Greek Monolingual
τα άλας Χημ.
ανόργανες ή οργανικές ιοντικές (ετεροπολικές) χημικές ενώσεις, τών οποίων το ανιόν προέρχεται από ένα οξύ και το κατιόν από μια βάση. Τα άλατα παράγονται από την αντίδραση ενός οξέος ή ενός οξεογόνου οξειδίου (ανυδρίτη οξέος) και μιας βάσεως ή ενός βασεογόνου οξειδίου (ανυδρίτη βάσεως).