βετεράνος

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek (Liddell-Scott)

βετεράνος: βέτρανος, ὁ, Λατ. veteranus, Συλλ. Ἐπιγρ. 6557, 3112.

Spanish (DGE)

v. οὐετρανός.

Greek Monolingual

ο (AM βετερᾱνος)
ο εμπειροπόλεμος παλαιός πολεμιστής
αρχ.
εξασκημένος, έμπειρος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (λατ. επίθ.) veteranus (-a, -um) «παλαιός» (< vetus, veteris «παλαιός, αρχαίος»)].