εμπειροπόλεμος

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐμπειροπόλεμος, -ον)
αυτός που έχει πείρα της στρατιωτικής ζωής και της τεχνικής τών μαχών.