Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
αἱμόρρυτος, -ον (Α)αυτός από τον οποίο ρέει, στάζει αίμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + ῥυτὸς < ῥέω].