Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
τοτο σύννεφο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γ- προθετικό + νέφος (πρβλ. γνέφω, γνοιάζομαι).