διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
η1. πρόλοβος τών πτηνών2. πρήξιμο του λαιμού3. δύσπνοια.[ΕΤΥΜΟΛ. < (ρουμ.) guša < λατ. geusiae «μάγουλα» (πρβλ. γαλλ. gousse)].