διαχειριστής

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ίστρια)
1. αυτός που διαχειρίζεται κάτι, ιδίως ξένη περιουσία
2. υπάλληλος επιφορτισμένος με τη διαχείριση χρημάτων ή υλικού.